H πρώτη και μοναδική φορά μέχρι τώρα που πήγα σε καζίνο συνέβη πριν από καμιά διετία.
Δηλαδή εγώ ουδεμία πρεμούρα είχα να επισκεφτώ τον τόπο του μαρτυρίου και της ακολασίας των αδυνάμων και της λατρείας του Μαμμωνά, αλλά έτυχε να είμαι εκδρομή στην εξωτική Κόρινθο και η παρέα μου γούσταρε να επισκεφθεί και το καζίνο.
Η είσοδος: εκτυφλωτική. Πανύψηλα ταβάνια, μάρμαρο, επίχρυσες λεπτομέρειες υψηλή τεχνολογία όπου σε τραβάνε ψηφιακή φωτό και σου εκδίδουν ταυτοτητούλα εισόδου στο δεκάλεπτο, αρκεί να δεχτείς να μοιραστείς τα προσωπικά δεδομένα της ταυτότητάς σου με το καζίνο. Αλλιώς δε μπαίνεις. Κοινώς, αν για οποιοδήποτε λογικό ή παρανοϊκό λόγο δε θες να συνδεθεί ποτέ το τίμιο όνομά σου με αυτόν τον τόπο της απωλείας, τη γάμησες.
Πρώτη εντύπωση: η ψευτιά. Δήθεν υπερ-λουσάτη κατασκευή, η οποία όμως σε μια έμπειρη ματιά αποκαλύπτει αδυναμίες. Ψεύτικα μάρμαρα, προκατ σιντριβάνια, άπειρα μέτρα υφασμάτων που πιθανών κρύβουν από κάτω τραπέζια από κασόνια ή πρόχειρες κατασκευές από γυψοσανίδες. Προκατ γεύματα. Μη φανταστείτε γκουρμέ εδέσματα σπανιότητας και ποιότητας. Μπουφέδες με τυριά και σαλάμια του σουπερμάρκετ και σαλάτες του εμπορίου. Σαν τυποποιημένος μπουφές ξενοδοχείου με αποστειρωμένα μακαρόνια, έτοιμες σάλτσες και περίτεχνα κομμένα καρπούζια.. Καλύτερα θα τρώγατε στο στέκι του Ηλία. Και μέτρια κρασιά. Όποιος φαντασιώνεται σκηνές άπειρης χλιδής με σαμπάνιες και χαβιάρια να πάει αλλού.
Στο ψητό: δεν το έχω. Ούτε το ψητό, ούτε τον τζόγο στο αίμα μου. Η αλήθεια είναι ότι η παρέα μου δε με άφησε να παίξω μπλακ-τζακ, όπως εξεδήλωσα επιθυμία στην αρχή. Η αλήθεια είναι και ότι είμαι παντελώς ασχέτου και είχε δίκιο, θα τρώγαμε ξύλο. Αφού δεν κλείναμε τραπέζι μόνοι μας και αναγκαστικά θα έπαιζα και με αγνώστους, άμα τους χάλαγα τα φύλλα θα μου γαμούσανε τα πρέκια. Αναγκαστικά λοιπόν ρουλέτα. Καλά, εγώ πιο πολύ πήγα γιατί στην αίθουσα των παιγνίων σερβίρανε, και καλά, τζάμπα ποτά. Μαλακίες. Είχε μια τύπισσα με ένα κινητό μπαράκι την οποία έπρεπε να ξεποδαριαστείς να πετύχεις και άμα είχε και αυτό που έπινες. Πολύ κακό για το τίποτα. Στο τέλος βαρέθηκα όρθια, η πρόταση για αναχώρηση εκ μέρους της παρέας με βρήκε να κερδίζω ελαφρά. Τ’ ακούμπησα όλα σ’ ένα νούμερο, τα ‘χασα και φύγαμε.
Τώρα, το πώς καταλήξαμε μετά να τα πίνουμε, κατά λάθος, 2 κοπέλες, στο μοναδικό κωλόμπαρο όπου κάνανε κονσομασιόν αποκλειστικά αλλοδαπές, είναι μια άλλη ιστορία.
Είδα: ανάπηρους σε καροτσάκια να λιώνουνε μπροστά σε φρουτάκια. Τη γυναίκα του Κώστα Χατζηχρήστου η οποία σχεδόν «μένει» εκεί. Όχι, δεν εννοώ ότι καταλύει σε κάποιο από τα δωμάτια του ξενοδοχείου που ανήκει στο καζίνο. Εννοώ ότι το έχει κάνει δεύτερο σπίτι της, κάθε μέρα σχεδόν εκεί είναι, ανάλογα και τα οικονομικά φαντάζομαι.
Πρόσεχε αρρωστάκι, τα καζίνο δεν έχουν παράθυρα.
(για τους ίδιους περίπου λόγους που τα σάβανα δεν έχουν τσέπες)
Η Δημοκρατία έγινε ανέκδοτο
Πριν από 6 ώρες