Πέντε η ώρα το πρωΐ. Γυρνάω με την ψυχή στο στόμα. Ζούνε; Να βγάλω τα παπούτσια μου χωρίς φασαρία μη τους ξυπνήσω. Να τσεκάρω μετά το καλώς έχειν. Σκύβω να κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα και δε την βλέπω. Γυρνάω να δω αν είναι στο WC. Μα τι κάνω; Αφού μόλις έβγαλα τα παπούτσια μου εκεί. Και το φως σβηστό. Κοιτάω στο σαλόνι. Κανείς. Αρχίζω να τη φωνάζω έντρομη. Καμιά απάντηση. Ψάχνω στο μισόφωτο, με ό,τι φως έρχεται μέσα από το φως της σκάλας και των μπαλκονιών. Στην κουζίνα, ένας όγκος στο πάτωμα. Γιατί δε μου απαντάς που σε φωνάζω; Και πως θα σε σηκώσω τώρα; Δε μπορώ να σηκώσω έναν άνθρωπο 20 κιλά πιο βαρύ από μένα. Προσπαθώ να τη βοηθήσω να σηκωθεί δίνοντας οδηγίες: «Γύρνα μπρούμυτα. Προσπάθησε να γονατίσεις. Πάτα τις πατούσες σου κάτω γερά. Σήκω το κορμί σου όσο σε κρατάω.» Τίποτα. Έχω ιδρώσει σα γουρούνι, λαχανιάζω κι εκείνη το ίδιο. Πέντε και τέταρτο και αρχίζω ν’ απελπίζομαι. Δεν έχω άλλη λύση, ανεβαίνω να τον ξυπνήσω. Κατεβαίνει αγουροξυπνημένος. Πως θα τη σηκώσουμε οι δυο μας, που είναι κι αυτός αδύνατος σαν κλαράκι; Πως σηκώνεις έναν άνθρωπο από το πάτωμα που δε μπορεί να χρησιμοποιήσει τα πόδια του για να σηκωθεί; Την πιάνουμε από τις μασχάλες και μετά; Πάλι κάτω. Την πιάνει μόνος του από τις μασχάλες και τραβολογάει. Τη σηκώνει και κρακ η μέση.
Τέσσερις η ώρα. Γυρνάω από τη δουλειά. Παγωμάρα! Τι έγινε; Πήρε το κρεατομάχαιρο και προσπαθούσε να κόψει το λαιμό της. Όλα τα μαχαίρια εξαφανισμένα. Μας είχε γράψει και σημειώματα. Ένα για μένα κι ένα για ‘κείνον. Δεν αντέχει άλλο να πονάει, ούτε να είναι βάρος Ξέρω ότι πονάει και πολλές φορές κλαίει χωρίς λόγο. Παίρνει Zoloft ….. αλλά «πρέπει να μάθει να ζει με τον πόνο» μαλάκα Γ. Μαγκούφη! Ξέρω και ότι κάθε βράδυ εύχεται να μη ξημερωθεί. Την κοιτάω κατάματα και λέω ψέματα ότι δεν είναι βάρος, την ηρεμώ, την αγκαλιάζω, την παίρνω να δούμε παρέα τηλεόραση, να ξεχαστεί.
Σάββατο απόγευμα, ούτε και ξέρω τι ώρα. Έρχεται στο σαλόνι να μας ανακοινώσει ότι χέστηκε. Χάλια το νυχτικό, χάλια οι παντόφλες, χάλια οι κάλτσες, χάλια το σεντόνι, χάλια και το πάτωμα από την πόρτα της κουζίνας, όλο το χωλ και το μπάνιο. Κακοσφουγγαρισμένο και μυρίζει. Μπόρεσε και σφουγγάρισε στα χάλια της, έστω κι έτσι; Την πάω για μπάνιο και βάζω τα χεσμένα σε σακούλες, όσο ο άλλος σφουγγαρίζει ξανά. Τη γδύνω, την πλένω και τη ντύνω. Ακόμα σφουγγαρίζει. Και ακόμα χάλια το πάτωμα. Μια απ’ τις δυο μυρωδιές που μου φέρνουν εμετό αλλά σφίγγω τα δόντια. Έτσι θα μείνουμε ως τη Δευτέρα που θα έρθει η γυναίκα; Τον διώχνω, προσθέτω χλωρίνη στον κουβά και ξανασφουγγαρίζω. Παρ’όλ’αυτά η μυρωδιά δε φεύγει. Αναδύεται σε πλούσια κύματα από το πλυντήριο. Σκίζω τις σακούλες και βάζω και πλυντήριο.
Παρασκευή απόγευμα και ξεκινάω με τα μπαγκάζια μου για το ξενοδοχείο. Μόνοι! Για δυο ολόκληρες μέρες! Φεύγω παρέα με τις τύψεις μου που τους αφήνω μόνους για το Σαββατοκύριακο. Κι αν συμβεί κάτι; Θα τα βγάλει πέρα μόνος; Ούτε η γυναίκα δε θα είναι εδώ. Λες και μπορώ να τη σηκώσω εγώ αν πέσει μακριά από καναπέ ή καρέκλα…. Τηλεφωνάω και βράδυ και μεσημέρι και… είχε πέσει. Και τη σηκώσανε. Και κατουριέται επάνω της. Θα μου στρίψει! Να τον αφήσω και να φύγω; Γαμώτο, ήρθε τόσο δρόμο να με δεί κι έχω τόσο καιρό να τον δω. Δε του λέω τίποτα και παλεύω για λίγο ανάμεσα στην υποχρέωση να φύγω και στην ανάγκη να μείνω. Άλλωστε δε μου τα παρουσίασαν και τόσο τραγικά από το τηλέφωνο. Περιμένω, η μισή αλλού, και ξανατηλεφωνάω το απόγευμα. Πήρε τηλέφωνο το γιατρό και της άλλαξε τα χάπια. Συναγερμός τέρμα.
Δέκα παρά η ώρα. Ταβέρνα. Ρεμαλοπαρέα. Το κινητό μου είναι αυτό; Κοιτάω το νούμερο που καλεί και νιώθω το χρόνο να παγώνει. Αυτό είναι. Έπεσε. Ή πέθανε. Ή αυτή ή αυτός. Και πως θα φύγω από δω χωρίς αμάξι; Και τι θα κάνω σε περίπτωση θανάτου του; Ξέρω ότι εκείνη δε μπορεί να με βοηθήσει. Και ότι εγώ δε μπορώ να τη φροντίσω μόνη. Ξαναχτυπάει και απαντάω. Γιατί στο διάολο χριστιανέ μου με παίρνεις τέτοια ώρα να με ρωτήσεις αν έχω λεφτά για να ψωνίσω γλυκά για την επίσκεψη που θα ‘ρθει αύριο; Δε μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί; Κλείνω και με ρωτάνε τι έχω. Υποψιασμένη τους ρωτάω αν χλόμιασα. Δε ξέρουν και δε λέω. Πετάω ένα ξερό «Τίποτα» για να κόψω κάθε περαιτέρω ερώτηση και ενδιαφέρον και συνεχίζω να πίνω τη μπίρα μου.
Μεσάνυχτα. Είναι Αύγουστος κι όλα ανοιχτά. Ψοφοζέστη. Ανεβαίνω για ύπνο. Έχει τελειώσει και η «10η Εντολή» και το πρώτο διάλειμμα για διαφημίσεις της Παπακαλιάτιδας. Έτσι κι αλλιώς ότι δε βλέπουμε κανονικά μέσα στη σεζόν, πέφτουμε πάνω του στις καλοκαιρινές επαναλήψεις. Πριν ξαπλώσω κάνω μια γύρα στη βεράντα να τον τσεκάρω από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Αναπνέει; Αναπνέει. Δεν πάει έτσι. Πρέπει να φύγω. Να φύγω από ‘δω.
Εξίμιση η ώρα. Ίσα που κλείνω το ξυπνητήρι και σηκώνομαι για να πάω στη δουλειά. TΑΝΙΛΑΑΑΑΑΑΑΑ. Πάλι ευτυχώς μπροστά στον καναπέ. Γιατί δεν εκτελείς τις οδηγίες μας; Δεν ακούς, δεν καταλαβαίνεις, δε μπορείς ή βαριέσαι και τα περιμένεις από εμάς όλα έτοιμα; Απάντα τουλάχιστον όταν σε ρωτάμε αν μας ακούς ή αν μας καταλαβαίνεις. Δε μπορείς ή δε θέλεις ν’ απαντήσεις γιατί στην πραγματικότητα βαριέσαι να προσπαθήσεις; Θυμώνω. Φωνάζω και βρίζω. Εκείνη, την τύχη μου, τα θεία. Κι αυτός. Τη σηκώνουμε σπρώχνοντας και τραβώντας όσο που να ανέβει το μισό της σώμα στον καναπέ. Την πιάνω από τα πόδια και τη γυρίζω κατά μήκος του καναπέ. Αναγκαστικά θα μείνει εκεί μέχρι να μπορέσει να κουνηθεί.
Τι θα γίνει; Τρεις φορές μέσα σε 2 μέρες; Δεν αντέχουμε, ούτε αυτός, ούτε εγώ.
Φωνάζει. Όλες τις ώρες. Ζητάει συνέχεια. Το ίδιο πράγμα. Της το δίνω. Σταματάει. Για περίπου 30 δευτερόλεπτα. Το ξαναζητάει. Της θυμίζω ότι της το έδωσα. Με αγνοεί. Ανεβάζει την ένταση και, σα σπασμένος δίσκος, το ζητάει ξανά και ξανά και ξανά. Προσπαθώ να την αγνοήσω κι εγώ. Έχει περάσει μισή ώρα που δε σταματάει και την παρακαλώ να σταματήσει. Παρακαλώ, φωνάζω, τη βρίζω, τη βαράω. Δε σταματάει παρ’όλα τα χαστούκια. Δε σταματάει και μια τούφα της μου μένει στα χέρια. Δε σταματάει. Πότε θα πεθάνει πούστη θεέ; Να πεθάνει! Της το ουρλιάζω και μου απαντάει "μακάρι". Στο τέλος κλείνω την πόρτα να μην την ακούω.
Φεύγω. Πάω σπίτι μου.
Οχτώμιση η ώρα. Έτρεχα για να είμαι μια λογική ώρα στο νοσοκομείο. Ξύπνησα νωρίς αλλά έπρεπε και να μαζέψω καμιά κάλτσα από τη μπουγάδα. Το σπίτι μου είναι σα βομβαρδισμένο και δε θ’ αντέξω τις βδομάδες που θα ‘ρθουν χωρίς καθαρά ρούχα. Κάνει και γαμόκρυο από τότε που μπήκε στο νοσοκομείο. Γαμόκρυο Δεκεμβριάτικο ξαφνικό. Ένα καφέ κι ένα τοστ απ΄ το κυλικείο για να μην πέσω κάτω κι ανεβαίνω. Δε το έφαγα ποτέ αυτό το τοστ. Τη βρίσκω χωρίς ορό. Αυτόματα, δίχως να σκεφτώ, η αποθηκευμένη γνώση της χτεσινής και της προχτεσινής ημέρας με σπρώχνουν σαν αντανακλαστικά να ρωτήσω γιατί δεν έχει ορό. «Πάει εδώ κι ένα τέταρτο» μου λέει ο νοσοκόμος. «Δε πρόλαβες»
Σηκώνω τα σκεπάσματα. Είναι γυμνή, δεμένη σα γουρούνι. Και το στόμα της χάσκει σαν πηγάδι ανοιχτό. Ήταν συνέχεια γυρισμένη στο ένα αυτί και κοιτάω το αίμα που μαζεύτηκε σα μελανιές. Τα μάτια της είναι μισάνοιχτα. Δε πρέπει να της τα κλείσω;
Η Ζωή λέει ένα μικρό ευχαριστώ
Πριν από 2 ώρες