Τρίτη 6 Μαρτίου 2007

Ονειρεύτηκα τον Αντώνη.

Μπήκα λαχανιασμένη στο σταθμό. Μια παρέα κυπρίων σύγκρινε ταραγμένη τα εισιτήρια που πέταξε ένας ελεγκτής. ‘Ολα κανονικά τρυπημένα εκτός από ένα χιλιοτρύπητο λαγήνι. Ε ρε ρεμούλες…Ανέβηκα τελευταία στιγμή στο τρένο κι έφαγα τη φρίκη της ζωής μου. Αμέσως έπεσα πάνω στις γιαπωνέζες γαμότη μου! Ειδικά η εικόνα της πρώτης μου έκαψε τον δεξί αμφιβληστροειδή. Καφέ βελούδινο κοντό σακάκι, καφέ ψηλές μπότες και ασορτί καφέ βελούδινο στρινγκ. Τίποτε άλλο. Και οι υπόλοιπες είχανε τέλεια μπούτια, αλλά ειδικά αυτή η πρώτη είχε και τον κώλο της Κέυρα. Καλά μόνο εγώ είμαι χοντρή με κυτταρίτιδα εδώ;
Του τηλεφωνώ και ακούω τον μικρό του αδερφό να απαντάει και να φωνάζει «Παππού! Παππού!» με απόγνωση. Μπορώ να τους δω κιόλας. Ο δεκάχρονος μικρός κοιτάει από ψηλά, από το παράθυρο της σοφίτας τον παππού του κάτω στο δρόμο να περπατάει στο χιόνι. Έχει στο χέρι το κινητό του μεγάλου που το ξέχασε. Δεν έχει καταλάβει ότι απάντησε στην κλήση μου και τον ακούω. Φωνάζει μόνο τρομαγμένος που κάποιος ξένος μπήκε στο σπίτι τον παππού που δεν ακούει. Δε με νοιάζει, δε μπορώ να τους βοηθήσω από το τρένο.
Περιηγούμαι στα βαγόνια και με το ζόρι ανασαίνω λαχανιασμένη και ιδρωμένη. Και ξαφνικά βλέπω τον Αντώνη να κάθεται στο εστιατόριο δίπλα σε μια γκόμενα. Δε τους χαιρετάω, αλλά κάθομαι δίπλα του, αντιδιαμετρικά με την άλλη και ακούω τη συζήτηση. Παρλαπιπιάζει, αμπελοφιλοσοφεί και παπαρδελιάζει όπως πάντα, αυτάρεσκα συγκρινόμενος με τους τύπους γύρω του. Το εστιατόριο είναι γεμάτο μελαχροινούς τσιγγάνους και ημίγυμνες τσιγγάνες με κόκκινα μποά. Νιώθω μια άρρωστη περιέργεια να μάθω αν είναι γκόμενά του.
«Σε αντίθεση με όλους αυτούς του μαλάκες που κοιτάνε, εγώ τουλάχιστον κάθομαι και ανάμεσα σε 2 τσουλιά»
Ο χρόνος παγώνει, εμένα είπε τσουλί ο μαλάκας, όλα κάνουνε κλικ, τα μάτια του Αντώνη μου κάνουμε κλικ.
Ανάβω αργά αργά ένα τσιγάρο.
«Σκάσε να πιω τη μπίρα μου» απαντάω.
Κατεβάζω αργά μια μεγάλη γουλιά και ξεπλένω το στόμα μου.
Σβήνω με φόρα το τσιγάρο μου πάνω στο φουσκωτό και ελαφρά σπυριάρικο μάγουλό του. Στο μάτι του ήθελα να το σβήσω αλλά πρώτον, φοράει πατομπούκαλα, δεύτερον έχει πολύ χοντρά μάγουλα, έτσι πέτυχα μάγουλο.
Ξεκολλάει και μου μένει στο χέρι, αλλά εκείνος έχει παγώσει. Δεν αντιδρά. Του το ξανακολλάω στο μάγουλο καλύτερα αυτή τη φορά αφού η σάρκα του αρχίζει να βγάζει καπνό.

5 σχόλια:

Χρήστος είπε...

Άντε να παίρνουμε και άλλοι σειρά στα όνειρά σου...
(Τι είχες φάει πριν;)

Κολοκύθι είπε...

Προφανώς πρόκειται για τον Αντώνη Σαμαρά. Οκ οτι είσαι στραβοχυμένη είναι γνωστό. Αλλά και τόσο διεστραμμένη πια?

Marina είπε...

Πώ πώ μίσος! Στο μάγουλο είδες δεν αντέδρασε. Αν του το κόλλαγες στα απίδια όμως? Δεν θα πεταγόταν να χορεψει τσιφτετέλι?

Tanila είπε...

Eίχα φάει πατατάκια με μπίρα.
Μπόχαλη κολοκύθα, ο συγκεκριμένος μου φέρνει μόνο σπλάτερ όνειρα.
Γειτόνισσα, δεν ελέγχω πλήρως τα ονειρά μου, δε ξέρω...

xipasmenos είπε...

Pantws gia to megethos sou mwro mou megala oneira blepeis!!!