Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

Όχι άλλα παιδάκια

(και είναι παντού τα σκασμένα, ειδικά στις δικές μου ηλικίες)

«Πότε θα παντρευτείς να κάνεις και κανά παιδάκι;»
«Τα παιδιά είναι ευτυχία. »
«Όλο εκδρομές πας και δεν παντρεύεσαι. Πότε θα δούμε εγγονάκι;»
«Κοίτα να παντρευτείς να κάνεις παιδάκια. Μεγαλώνεις και θα περάσει η μπογιά σου. Θα μπαταλέψεις και ποιος θα σε πάρει;»

Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να παντρευτώ για ν’ απολαύσω τις χαρές (λέμε τώρα) της μητρότητας; Έννοια σου και αν καιγόμουνα τόσο να γίνω μάνα το έκανα και σκέτο. Από μόνο του, πως το λένε. Όχι απαραίτητα σετάκι με γαμπρό.

Και γιατί πρέπει καλά και σώνει να κάνω παιδάκι; Είναι αυτονόητη η ύπαρξη του μητρικού φίλτρου σε όλες τις γυναίκες; Γιατί εγώ δε νιώθω τίποτα. Κι εκείνο το ρημάδι το βιολογικό ρολόι που υποτίθεται σε ταράζει κατά τα τριάντα που είναι; Δεν πρέπει να είναι και πολύ ακριβές γιατί δεν ακούω τίποτα. Αντίθετα, δεν μου αρέσουν τα παιδάκια, όπως περίπου δε μου αρέσουν τα σκυλάκια. Υπό προϋποθέσεις τα ανέχομαι, μπορεί και να τα χαϊδέψω, αν είναι ήσυχα και καθαρά δηλαδή.

Το γάμο δεν τον αποκλείω, την συντροφικότητα όλοι την έχουμε ανάγκη, αλλά γιατί πρέπει καλά και σώνει να αναπαραχθώ; Νομίζω υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι στον πλανήτη. Όσο για τη διατήρηση του οικογενειακού ονόματος, ε, είμαστε μπόλικοι, δε θα χαθεί το όνομα εξ’ αιτίας μου. Όσο για το «να έχω ένα ποτήρι νερό στα γεράματά μου», ξέρω πολύ καλά πως η ύπαρξη τέκνων ουδόλως εξασφαλίζει κάτι τέτοιο. Άλλωστε προτιμώ να αυτοκτονήσω αν βρεθώ σε τόσο μεγάλη ανημπόρια παρά να είμαι βάρος στον οποιοδήποτε.

Αυτά περί ιδεολογικής τοποθέτησης του θέματος. Στην πραγματικότητα δεν είμαι ιδιαίτερα υπομονετικός άνθρωπος και ούτε τα συμπαθώ. Όπως ο Καπουτζίδης στις «Σαββατογεννημένες». Όχι όλα. Αλλά όσο να ‘ναι είμαι επιφυλακτική. Αν σε δαγκώσει σκυλί, μετά είσαι «κουμπωμένος» απέναντι στα σκυλιά δια βίου. ΚΑΙ ΟΧΙ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΚΑΝΑ ΤΑ ΙΔΙΑ ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝΑ ΜΙΚΡΗ! Άρα δε βρίσκω καμιά απολύτως δικαιολογία για τα παιδάκια γύρω μου.

Σκηνή 1η: Πλοίο. Καλοκαίρι. Ένα ταξίδι 12ωρο. Πείνα. Πατατάκια που τα τρώω ανέμελη ενώ συζητάω με τις φίλες μου. Ανέμελη η μαύρη γιατί μου ήρθε από εκεί που δεν το περίμενα. Κοριτσάκι αρκετά μεγάλο, γύρω στα 10 μπουσουλάει στο πάτωμα παρέα με αγοράκι. Ώσπου κάποια στιγμή έρχεται προς τα εμένα και θεωρεί καλή ιδέα να προσπαθήσει να χώσει το πενταβρόμικο χεράκι του στο σακουλάκι με τα πατατάκια μου και να πάρει πατατάκια. Όχι βέβαια να μου ζητήσει. Ούτε να μου μιλήσει καν.

Σκηνή 2η. Γυμναστήριο. Στατικά ποδήλατα, όπου μερικά είναι χαλασμένα εκτός λειτουργίας. Με τηλεόραση απέναντι από κάθε ποδήλατο. Υπάρχει παιδικός σταθμός στο γυμναστήριο. Αλλά δεν τα πάνε οι μανάδες πάντα να τα παρατήσουν εκεί. Όοοοοχι! Τα παίρνουν μαζί τους να τρέχουν ανάμεσα στα όργανα, να κυλιούνται στο πάτωμα, να ουρλιάζουν και να ενοχλούν τον κόσμο. Το αγοράκι της σκηνής αυτή θεώρησε καλό να μπαστακωθεί σε ποδήλατο που λειτουργούσε για να δει τηλεόραση και όχι στο χαλασμένο διπλανό. Και βέβαια κάποια στιγμή υπήρξε και η καημένη κυρία ήθελε να κάνει ποδήλατο στο ένα και μοναδικό τελευταίο ποδήλατο που λειτουργούσε και δε μπορούσε εξ ’αιτίας του μούλικου.

Σκηνές άπειρες. Δεν ξέρω αν φταίνε οι γονείς που τα παιδάκια γύρω μου είναι τόσο αντιπαθητικά, βρόμικα, θορυβώδη, ενοχλητικά έως βλαμμένα. Ξέρω όμως ότι όποια ανατροφή και να προσπαθήσεις να δώσεις στα παιδιά σου, αυτά θα σε αγνοήσουν και θα κάνουν το δικό τους. Άρα μακριά.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2007

Αλλαγή επαγγελματικού προσανατολισμού


Aναρωτιέμαι εαν πρέπει ν'ανοίξω παραμάγαζο. Μήπως ν'αρχίσω να παραγγέλνω μαζικά τέτοια χαπάκια από το νέτι; Μου έρχονται καθημερινά στο εταιρικό κιόλας μέιλ 3 με 6 παρόμοιες προσφορές. Εγώ ν'αγοράζω γλιτώνοντας 80% και να μεταπουλάω στο 120%. Χωρίς φυσικά να ελέγχω σε ποιόν τα πουλάω, ανώνυμα και χέστηκα αν ο αγοραστής έχει καρδιά και ψοφήσει. Ή αν είναι τζάνκι των βάλιουμ.
Ο μόνος λόγος που συγκρατούμαι είναι ότι δεν εμπιστεύομαι τις συναλλαγές μέσω ίτερνετ. Δεν έχω ποτέ πραγματοποιήσει καμμία τέτοια συναλλαγή και δε σκοπεύω. Αυτά είναι πράγματα του σατανά, μηχανήματα του διαβόλου και από το ίντερνετ το μόνο που θέλουν είναι να σε κλέψουν, να σε απαγάγουν και να ζητήσουν λύτρα ή να σε σκοτώσουν και να πουλήσουν τα όργανά σου. Ή να σε παρασύρουν σε σεξουαλική εκμετάλλευση και να σε βρούνε οι δικοί σου μετά μέσα σε χαντάκι.
Γι'αυτό άσε καλύτερα, δε θέλω να βρεθώ μέσα σε χαντάκι ή να με πουλήσουνε για πόρνη στη Βουλγαρία. Δε μιλώ και Βουλγάρικα, οπόταν την έκατσα. Τώρα βέβαια ΕΜΕΝΑ θα πουλήσουνε για πουτάνα στη Βουλγαρία, όταν οι δίμετρες καλλονές Βουλγάρες έρχονται να πουλήσουν στο ελλαδιστάν την κορμάρα τους; Αλλά αν όλες οι δίμετρες ξανθές Βουλγάρες κάνουν τις πουτάνες σε κοντοστούμπηδες μαυριδερούς, σαλιάρηδες, λιγούρηδες Έλληνες ΠΟΙΕΣ έχουν μείνει στη Βουλγαρία; Μπρρρ.... άσε καλύτερα, που να πηδιέμαι γριά γυναίκα και πάσχω από κολπική ξηρότητα λόγω ηλικίας. Θα μου φύγουν όλα τα λεφτά από τα χάπια και την πορνεία σε λιπαντικά.

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2007

Αγωνιστική Ιδεολογία

Τους τελευταίους μήνες το έχουνε ξεμπουρδελέψει στις πορείες για το άρθρο 16. Έχουμε φτάσει κάθε δεύτερη βδομάδα να έχει και πορεία. Σταθερά σχεδόν ένα μεσημέρι βδομάδα παρά βδομάδα ή και κάθε βδομάδα αρχίζουν τα τραγούδια που δε σε αφήνουν να δουλέψεις από τις 12. Και όταν πια σχολάς το κέντρο είναι έρημο από οχήματα το κέντρο και κλειστές με μπατσικά και κορδέλες οι κεντρικές οδικές αρτηρίες. Ούτε λεωφορεία ούτε τρόλλεϊ. Μετρό και αν είμαι τυχερή και δεν έχουν κλείσει τις εισόδους σε Ομόνοια, Σύνταγμα, Ακρόπολη, όπως μια φορά που έκανα ποδαράτη τη διαδρομή μέχρι τη διασταύρωση με τη Συγγρού για να μπορέσω να βρω ταξί.

Προσωπικά χέστηκα για το άρθρο 16. Ελπίζω ότι έχω ξεμπερδέψει οριστικά με την ελληνική παιδεία, άλλωστε έχω αρκετά κωλόχαρτα να σκουπίζομαι. Όσο για τους απογόνους μου, δε φροντίζω διότι δε σκοπεύω ν'αποκτήσω. Αλλά ελπίζω να συνεχιστούν οι κινητοποιήσεις και υποστηρίζω ιδεολογικά τους διαδηλωτές, ότι κι αν επιδιώκουν. Βλέπετε γεμίζει τέτοιες μέρες γκομενάκια το Σύνταγμα. Πιτσιρικάκια ή μεγαλύτερα διαδηλωτάκια, η χαρά της οφθαλμολάγνας γραίας όπως εγώ. Και μπατσάκια γεμίζει το Σύνταγμα. Αναρωτιέμαι, αν την πέσω σε διαδηλωτή και μετά με δει να κυαλάρω μπάτσο, θα φάω πολύ ξύλο ή πάρα πολύ ξύλο; Και τούμπαλιν.

Έχω μάθει από το μπλογκ της Ζωής ότι οι μπάτσοι είναι πέφτουλες. Εμένα εδώ δε μου την έχει πέσει κανείς ακόμα, αν και υπάρχουν άφθονοι στις εξόδους του κτιρίου και κοντά στις εισόδους του μετρό. Κι ας κοιτάω επίμονα. Για να δούμε σήμερα. Θα πάρω το μπαστούνι μου και κούτσα-κούτσα θα βγω να σεργιανίσω.

Αχ η χαρά της πιπινολάγνας γραίας έχει γίνει το Σύνταγμα!

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007

Δελτίο Τύπου

-Μοιράζουν λουλούδια!
-Που; Τι λουλούδια;
-Στην πλατεία Κλαυθμώνος. Κάτι κοπελιές, τις είδα το πρωΐ από το τρόλεϊ. Αν είναι ακόμα εκεί.
-Ναι αλλά τι λουλούδια;
-Αυτά που είναι σα μεγάλες μαργαρίτες
-Ηλιοτρόπια; (χάρηκα εγώ)
-Όχι
-Ζέρμπερες;
-Ναι.
-Έχουν μακρύ κοτσάνι;
-Ναι.
-Πειράζει να πάω; Θέλω κι εγώ λουλούδι!
-Και δεν πας;
Ε, πήγα. Σηκώθηκα από το γραφείο μου κατά τις εννιά και πήγα. Αλλά στην πλατεία Κλαυθμώνος κοπέλες με λουλούδια πουθενά. Την έψαξα όλη την πλατεία, γύρω-γύρω.
Έχω αρχίσει ν' απογοητεύομαι που θα μείνω χωρίς λουλούδι, ώσπου βλέπω μια κοπέλα, η οποία καταφανώς ΔΕΝ μοιράζει λουλούδια, αλλά κρατάει μια κατακόκκινη ζέρμπερα. Τη ρωτάω που τη βρήκε και μου λέει: «Πιο πάνω, τις μοιράζουν κάτι κοπέλες της Αμίτα», και μου δείχνει την Κοραή.
Ανεβαίνω φουριόζα την Κοραή, κοπέλες με λουλούδια πουθενά. Αρχίζω να τα παίρνω! Θέλω κι εγώ λουλούδι!
Ευτυχώς ξαναβλέπω άλλη γυναίκα, με κίτρινη ζέρμπερα αυτή τη φορά. Ξαναρωτάω και μου λέει ότι είναι κάτι κοπέλες που κάνουν προμόσιον στην Αμίτα στη στάση των λεωφορείων στην Ακαδημίας.
Αποφασίζω να κυνηγήσω τις λουλουδούδες μέχρι την Ακαδημίας και τέρμα, αν έχουν μετακινηθεί πάλι θα τα παρατήσω και θα γυρίσω στο γραφείο μου.
Ευτυχώς τις πετυχαίνω στην Ακαδημίας τελικά και εξασφαλίζω μια πορτοκαλοκίτρινη ζέρμπερα που θα ταιριάζει μούρλια στο ψηλό μου βάζο στο πάτωμα. Κι ένα γλυκάκι, ευτυχώς γιατί ξελιγώθηκα τόση ώρα που τρέχω από πίσω τους.
Στο δρόμο της επιστροφής και μπροστά από το «Σελιέ» στην Πανεπιστημίου μου δώσαν κούπα-κουπόνι για τσάμπα καφέ.
Τρελλαίνομαι για μικροδωράκια χωρίς αξία.

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2007

Μια βραδιά πέρσι τέτοια εποχή

Περίπου δηλαδή. Ανάμεσα σε χειμώνα και άνοιξη. Τότε μαζευόμασταν κάθε Τετάρτη στης Άννας για τρίβιαλ.
Δε την ξέρετε την Άννα οπόταν χεστήκατε. Πάντως γελάγαμε πολύ εκείνη την εποχή. Εγώ από εκείνες τις βραδιές τρίβιαλ όμως μια θυμάμαι έντονα. Είχα ξεκινήσει από το πατρικό μου για κέντρο. Είχα ξεκινήσει μια χαρά. Φτάνω, καθόμαστε, κουτσομπολεύουμε κι ενώ κοντεύαμε ν’ αρχίσουμε το παιχνίδι, συνειδητοποιώ ότι έχω αρχίσει και νιώθω άσχημα. Πολύ άσχημα όμως. Χάλια. Τόσο άσχημα που δε μπορώ να παίξω, θέλω να φύγω αλλά δεν αντέχω να κατέβω μέχρι τ’αμάξι. Άρρωστη, πολύ όμως και ξαφνικά.
Ρε πούστη μου αναρωτιέμαι, τι σκατά έπαθα; Κοιλιακά στα καλά καθούμενα; Δυσπεψία αποκλείεται. Περίοδο, αργεί ακόμα. Να πάω μια τουαλέτα μπας και όλο αυτό είναι πολύ κακό για το τίποτα; Καμιά κλανιά θα είναι και νιώθω έτοιμη να ψοφήσω; Έχω βέβαια να χέσω κι από προχτές, ας πάω μια τουαλέτα και βλέπουμε.
Πάω και στρογγυλοκάθομαι. Και περιμένω. Και σφίγγομαι. Και ξαναπεριμένω. Και δώσ’του για να καταφέρω να βγάλω μετά από ώρα 2 μικρούτσικα σκατουλάκια σαν τα κακά της γίδας.
Ρε γαμώτο, πολύ κακό για το τίποτα λέω και ετοιμάζομαι να ξαναπάω στο σαλόνι. Αμ δε! Λες και βγήκε μια τάπα, άνοιξε ξαφνικά καταρράκτης και ξεκωλιάζομαι στο ευκοίλιο. Πρέπει να έκατσα γύρω στο τέταρτο με εικοσάλεπτο να σφίγγομαι να βγουν όλα μην έχω κανά «ατύχημα» μετά. Και δώσ’του να αερίζω το μπάνιο γιατί είμαι και ντροπαλή και καθωσπρέπει κοπέλα και δε θέλω ο επόμενος να μυρίσει το σκατό μου. Και δώσ’του να προσπαθώ να διώξω κι ένα κωλοπερίστερο που είχε μπει στον ακάλυπτο και προσπαθούσε να μπει μεσ’το μπάνιο. Το τι αγώνα έκανα φοβούμενη μη με τσιμπήσει κι αποπάνω δε λέγεται.
Ε, λοιπόν το ξανάκανα όλο αυτό άλλες τρεις φορές. Δηλαδή πέρασα πάνω από ώρα συνολικά μεσ’το μπάνιο. Οι άλλοι απέξω να έχουνε φρικάρει, εγώ να μη τους λέω τι έχω. Να έχουνε αρχίσει στο μεταξύ να παίζουν και όλο και να διακόπτω το παιχνίδι εγώ. Στο τέλος μου φωνάζανε τις ερωτήσεις από το σαλόνι, κι εγώ απαντούσα μέσα από τη χέστρα.
Το τι πλάκα μου έκαναν μετά δε λέγεται. «Ποτέ δε φανταζόμασταν ότι από κάτι τόσο μικρό (εγώ) θα μπορούσε να βγει κάτι τόσο πολύ και τόσο βρωμερό».

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

Χρόνια πολλά

Μεγάλος να γίνεις με άσπρα μαλλιά
Παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως
και όλοι να λένε
Να ένας σοφός!

Της γνώσης, Βασιλάκη, και ουχί της νιότης διότι εχεις ξεπεράσει και το τρίτο του αιώνα.
Και διότι σου κάκιωσα που δεν κάνεις πάρτι.
Θέλω πάρτιιιι!!!! Σέλωωω!!!
Μια καλή ιδέα που με τριγύριζε ακριβώς πριν σε πάρω τηλέφωνο ήταν αυτή της ανοιχτής πρόσκλησης μέσω μπλογκ για μάζωξη στην πλατεία μπροστά στο σπίτι σου μετά της σχετικής καντάδας. Κατόπιν θα ανεβαίναμε απάνω και θα σου βαρούσαμε τα κουδούνια απαιτώντας "trick or treat" και κάνοντάς σε ρεζίλι των σκυλιών στην πολυκατοικία.
Σέβομαι την κούρασή σου και μόνο και δεν το κάνω.
Για όσους δεν καταλάβατε ο συν-μπλογκερ/ ανθοπώλης/ κομπάρσος/ πρώην σερβιτόρος συνοικιακής πιτσαρίας Billzouk έχει γενέθλια σήμερα. Λέει ότι κλείνει τα 35 αλλά δε γνωρίζω να σας πληροφορήσω πόσα κρύβει. Πάντως έχει υπερβολικά πολλά γκρίζα μαλλιά για 35άρης. Υποψιάζομαι ότι κοντεύει τα σαράντα.
Αντε και του χρόνου σπίτι σου.

Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007

Γκαντεμιές

Τις τελευταίες 8 μέρες κάτι με έχει χτυπήσει. Έρχεται ο «περήφανος Θεσσαλός» Αθήνα και ούτε έχω προλάβει να μετακομίσω, ούτε βέβαια να ψωνίσω τρόφιμα και καφέ για το σπίτι. Ούτε αποτρίχωση έχω κάνει. Ούτε στον ΟΤΕ έχω πάει. Έτσι θα έρθει το λαπτοπ μου από τη Λάρισα και θα στολίσει το σπίτι, καθώς να το χρησιμοποιήσω δε θα μπορώ καθώς γραμμή δεν έχω. Κοινώς τρέχω σα να μου έχουν βάλει νέφτι στον κώλο. Αλλά επιπλέον πρέπει να με έχει χτυπήσει και κύμα γκαντεμιάς.
Περασμένη Πέμπτη στο ΙΚΕΑ. Πρέπει να σηκώσω λεφτά (cash please) για τους γονεις μου και για μένα για να ψωνίσω έπιπλα. Καταφέρνω να φύγω στην ώρα μου (είμαι σκληρή και αδιαπραγμάτευτη) για να συνειδητοποιήσω ότι τα ξέχασα. Στο δρόμο συνειδητοποιώ ότι έχω ξεχάσει ΚΑΙ την πιστωτική σπίτι. Με βλέπει η κολλητή να κρατάω τα μάγουλά μου και μου ανακοινώνει ότι ούτε αυτή μπορεί να μου δανείσει την πιστωτική της γιατί έχει όριο και θέλει να ψωνίσει. Πάω μαραμένη στο πλησιέστερο ΑΤΜ να σηκώσω τα (λίγα) μετρητά που έχει η κας καρντ. Ανοίγω ανέμελη το πορτοφόλι, η κας καρντ πουθενά. Αναγκαστική παράκαμψη από το σπίτι μου για ανάκτηση πιστωτικής και μπλοκάρισμα της κας καρντ.
Κατάφερα να πάρω και λάθος στρώμα που το καμάρωνα για κάποιες μέρες σαν πτώμα απλωμένο στο πάτωμα μέχρι να μπορέσει ένας φιλότιμος νέος να με βοηθήσει να το πάω πίσω και να πάρω το σωστό.
Χτες πήγα η μαύρη να κρεμάσω μια κουρτίνα. ΜΙΑ γιατί η δεύτερη είναι σε κουρτινόξυλο από αυτά με τα κρικάκια τόσο μεγάλο που πρέπει να ξεβιδωθεί και να κατέβει όλο, να περαστεί η κουρτίνα και να ξαναβιδωθεί. Κοινώς χρειάζεται να το κρατάνε 2.
Αποφάσισα να μην υπερεκτιμήσω τις δυνάμεις μου και ν’ ασχοληθώ με ΜΙΑ απλή κουρτίνα σε έναν ΑΠΛΟ σιδηρόδρομο που κρεμιέται με ένα ΑΠΛΟ ανέβασμα σε σκαλίτσα. Και να κρεμάσω και τρία καδράκια, δηλαδή να καρφώσω στον τοίχο τρία καρφάκια.
Σχολάω. Σύνταγμα-Γλυφάδα να φάω. Γλυφάδα-Ελληνικό να πάρω τους σωστούς οδηγούς για την κουρτίνα και να γυρίσω τους λάθος. Ελληνικό-Γλυφάδα να πάρω τις κουρτίνες από τη μοδίστρα. Ευκαιρία και για ένα κατούρημα. Γλυφάδα-Αργυρούπολη να κρεμάσω πρώτα τα καδράκια ώστε να τελειώσω νωρίς με τα σφυροκοπήματα. Αποτέλεσμα: 3 καδράκια 4 τρύπες, 5 στραβωμένα καρφιά στο πάτωμα. Κάθομαι μετά όμορφα και άνετα στον καναπέ, ανοίγω τηλεόραση και ετοιμάζομαι ν’αφοσιωθώ στο θεάρεστο έργο «πέρασμα γάντζων σε κουρτίνα». Γάντζοι ΠΟΥΘΕΝΑ. Εγκεφαλικό. Άδειασμα του περιεχόμενου 3 σακουλών στο πάτωμα. Έντρομο τηλεφώνημα σε μοδίστρα με τρεμάμενη φωνούλα «Μήπως ξέχασα κάτι εκεί»;
Και όχι δε το είχα ξεχάσει, τους είχα πετάξει μέσα στη σακούλα το θυμόμουνα, απλά η μοδίστρα είχα την έμπνευση όσο κατουρούσα να τους βγάλει από τη σακούλα, να περάσει έναν για να μου δείξει και να αφήσει στον πάγκο το κουτάκι.
Ξανά μανά Αργυρούπολη-Γλυφάδα προς ανεύρεση των γάντζακίων-οδηγών και επιστροφή Γλυφάδα-Αργυρούπολη για κρέμασμα κουρτίνας. Ώρα χαμένη σε άσκοπο πήγαινε-έλα: 50 λεπτά.
Και σήμερα ΔΕΝ μου ανοίγει κανονικά το ρημάδομπλογκ και δε μπορώ να προσθέσω την Τρίλιαν στα λινκς γιατί δεν ανοίγει καθόλου το παραθυράκι για αντ λινκ.
Α, μη ξεχάσω την παράγραφο του Μπιλλι: Αναπολούσα κάποιον από το παρελθόν κι ένιωσα μια έκρηξη οργασμού. Αποφάσισα κι εγώ να κόψω το τηλέφωνό μου στο άμεσο μέλλον.
Μαλακία βγήκε. Δε πετάω μπαλάκι γιατί με την γκαντεμιά που με δέρνει ΕΜΕΝΑ θα βρει στο μάτι.

Τρίτη 6 Μαρτίου 2007

Ονειρεύτηκα τον Αντώνη.

Μπήκα λαχανιασμένη στο σταθμό. Μια παρέα κυπρίων σύγκρινε ταραγμένη τα εισιτήρια που πέταξε ένας ελεγκτής. ‘Ολα κανονικά τρυπημένα εκτός από ένα χιλιοτρύπητο λαγήνι. Ε ρε ρεμούλες…Ανέβηκα τελευταία στιγμή στο τρένο κι έφαγα τη φρίκη της ζωής μου. Αμέσως έπεσα πάνω στις γιαπωνέζες γαμότη μου! Ειδικά η εικόνα της πρώτης μου έκαψε τον δεξί αμφιβληστροειδή. Καφέ βελούδινο κοντό σακάκι, καφέ ψηλές μπότες και ασορτί καφέ βελούδινο στρινγκ. Τίποτε άλλο. Και οι υπόλοιπες είχανε τέλεια μπούτια, αλλά ειδικά αυτή η πρώτη είχε και τον κώλο της Κέυρα. Καλά μόνο εγώ είμαι χοντρή με κυτταρίτιδα εδώ;
Του τηλεφωνώ και ακούω τον μικρό του αδερφό να απαντάει και να φωνάζει «Παππού! Παππού!» με απόγνωση. Μπορώ να τους δω κιόλας. Ο δεκάχρονος μικρός κοιτάει από ψηλά, από το παράθυρο της σοφίτας τον παππού του κάτω στο δρόμο να περπατάει στο χιόνι. Έχει στο χέρι το κινητό του μεγάλου που το ξέχασε. Δεν έχει καταλάβει ότι απάντησε στην κλήση μου και τον ακούω. Φωνάζει μόνο τρομαγμένος που κάποιος ξένος μπήκε στο σπίτι τον παππού που δεν ακούει. Δε με νοιάζει, δε μπορώ να τους βοηθήσω από το τρένο.
Περιηγούμαι στα βαγόνια και με το ζόρι ανασαίνω λαχανιασμένη και ιδρωμένη. Και ξαφνικά βλέπω τον Αντώνη να κάθεται στο εστιατόριο δίπλα σε μια γκόμενα. Δε τους χαιρετάω, αλλά κάθομαι δίπλα του, αντιδιαμετρικά με την άλλη και ακούω τη συζήτηση. Παρλαπιπιάζει, αμπελοφιλοσοφεί και παπαρδελιάζει όπως πάντα, αυτάρεσκα συγκρινόμενος με τους τύπους γύρω του. Το εστιατόριο είναι γεμάτο μελαχροινούς τσιγγάνους και ημίγυμνες τσιγγάνες με κόκκινα μποά. Νιώθω μια άρρωστη περιέργεια να μάθω αν είναι γκόμενά του.
«Σε αντίθεση με όλους αυτούς του μαλάκες που κοιτάνε, εγώ τουλάχιστον κάθομαι και ανάμεσα σε 2 τσουλιά»
Ο χρόνος παγώνει, εμένα είπε τσουλί ο μαλάκας, όλα κάνουνε κλικ, τα μάτια του Αντώνη μου κάνουμε κλικ.
Ανάβω αργά αργά ένα τσιγάρο.
«Σκάσε να πιω τη μπίρα μου» απαντάω.
Κατεβάζω αργά μια μεγάλη γουλιά και ξεπλένω το στόμα μου.
Σβήνω με φόρα το τσιγάρο μου πάνω στο φουσκωτό και ελαφρά σπυριάρικο μάγουλό του. Στο μάτι του ήθελα να το σβήσω αλλά πρώτον, φοράει πατομπούκαλα, δεύτερον έχει πολύ χοντρά μάγουλα, έτσι πέτυχα μάγουλο.
Ξεκολλάει και μου μένει στο χέρι, αλλά εκείνος έχει παγώσει. Δεν αντιδρά. Του το ξανακολλάω στο μάγουλο καλύτερα αυτή τη φορά αφού η σάρκα του αρχίζει να βγάζει καπνό.