Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2007

Συναδελφικότητα.

Οι συνάδερφοί μου είναι, όπως σε όλους σας, περιπτωσάρες! Εκτός του ότι η προϊσταμένη μου είναι τρελή (ψυχιατρικώς ομιλώντας).Όταν λέω τρελή εννοώ ότι έχει ξεσπάσματα ουρλιαχτών, πράγμα που είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο δεδομένου ότι έχει εξαιρετικά ένρινη φωνή. Αυτά τα ξεσπάσματα εναλλάσσονται με ξεσπάσματα δακρύων. Ναι, έχει μπήξει επανειλημμένως τα κλάμματα μπροστά μου, σα μικρό παιδί (ετών 52). Αυτά μπορεί να συνδυάζονται με ένα κοκτέιλ φιλικού κουτσομπολιού, ανεκδότων και κεράσματος σοκολάτας ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ. Συν το ότι γνωρίζω ότι κάποτε είχε πιάσει μια παλιά υποδιευθύντρια από το λαιμό. Και ναι, στέκεται ανυποψίαστη, πέντε μόλις μέτρα μακριά μου ενώ τα γράφω αυτά.

Αυτός που θυμάμαι με ιδιαίτερη τρυφερότητα είναι ο πρώην προϊστάμενός μου. Σωστός άνθρωπος. Στις απόψεις του και στη συμπεριφορά του απέναντι στους άλλους. Αυτό που λέμε «σπαθί». Αν ήσουν εντάξει απέναντι του, ήταν και αυτός εντάξει. Αν όχι, δεν υπήρχες. Ελαφριά περίπτωση. Απλά «βιδάτος». Ή παθιασμένος, αν προτιμάτε. Με το ψάρεμα. Δεν ήταν γραφείο αυτό, φωτογραφική (ευτυχώς) έκθεση των αλιευτικών του επιτυχιών ήταν. Και με την υγιεινή ζωή. Πλήρες σετάκι. Ταπεράκι από το σπίτι με μαγειρευτό φαγητό, ΟΧΙ καφέδες αλλά τσάγια, τήλια, φασκόμηλα, τρέξιμο μετά τη δουλειά (50άρης έτσι;), και αποκύρηξη μετά βδελυγμίας του καπνίσματος και των καπνιστών. Χαριτωμένος. Και ηγέτης ενυπόγραφων διαμαρτυριών για τον αμίαντο/ τις κεραίες/ κ.λ.π. στο κτίριο.

Και τώρα, η διπλανή μου. Καλή κοπέλα. Κάνουμε πότε-πότε και παρέα εκτός δουλειάς για κανά μεζέ. Παντρεμένη και φυσικά (την τύχη μου) με την κοιλιά τούρλα. «Φέρε μου αυτό γιατί με τραβάει». «Σκύψε να πιάσεις αυτό». «Μη καπνίζετε εδώ, να πάτε δίπλα»,« Κατέβασε εκείνο το πανύβαρο τεράστιο ντοσιέ από το τελευταίο ράφι». Λες και είμαι καμιά ψηλή μπρατσαρού. Αυτά κόπηκαν βέβαια όταν μου ήρθε ένα ντοσιέ στο κεφάλι. Κυριολεκτικώς. Τέλοσπάντων γεννάει να τελειώνουμε. Πριν λοιπόν από τρεις μήνες πάντρεψε ένα ζευγάρι. «Καλλιτέχνες» μη χέσω! Που χωρίζουν. Για τα επαγγελματικά χωρίζουν βεβαίως, γιατί αυτή δουλεύει Αθήνα, αυτός δουλεύει σε παραπλήσιο τομέα Λάρισα και βλέπονται τα Σαββατοκύριακα. Αυτή θέλει, και καλά, να έρθει αυτός Αθήνα ολοκληρωτικά, αλλά όσες φορές του κάνανε προτάσεις για δουλειά αυτή πάτησε πόδι να μην την πάρει επειδή θα μπει στα δικά της χωράφια. Περιμένω να παντρέψει τουλάχιστον άλλο ένα ζευγάρι και να δω την εξέλιξή του για ν'αποφασίσω αν είναι γρουσούζα ή όχι.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2007

Kρίση αντικοινωνικότητας

Είδα πριν λίγες μέρες ξανά την Αργυρώ. Τυχαία στο σουπερμάρκετ. Δε της μίλησα. Δεν έχουμε και τι να πούμε. Εγώ έχω ορκιστεί να μην της ξαναμιλήσω. Δε της συγχώρεσα ποτέ ότι έκανα τόσο λάθος γι’ άνθρωπο, αλλά δεν είναι μόνο αυτό.
Δεν ξέρω αν είμαι μια ακοινώνητη, που δένεται η γλώσσα της κόμπο σε δύσκολες κοινωνικές επαφές, αλλά ποτέ δε μιλάω σε τέτοιες περιπτώσεις, εκτός αν με καταλάβει ο άλλος. Πάντως με πιάνει μια ντροπή κι ένας τρόμος άνευ προηγουμένου. Τρόμος συνήθως μπροστά σ’ αυτό που βλέπω. Δε μπορώ, φρικάρω όταν βλέπω συνομήλικούς μου να δείχνουν 5-10 χρόνια πιο μεγάλοι από μένα. Και μπροστά σ’ αυτό που ήμουν και δεν έγινα. Ή μπροστά σ’ αυτό που θα μπορούσα να είχα γίνει και δε τα κατάφερα. Ή μπροστά σ’ αυτό που κατάφερα ν ’αποφύγω να γίνω.
Και ντρέπομαι. Ντρέπομαι επειδή είμαι κακή ηθοποιός και ξέρω ότι ο άλλος θα διαβάσει την άρρωστη περιέργεια στο βλέμμα μου. Και την φρίκη για την παρακμή του. Και πιο πολύ ντρέπομαι που θα τον υποβάλλω σ’ αυτό, οπόταν δε μιλάω.
Προς το παρόν τουλάχιστον. Μπορεί άμα πετύχω κανένα παλιό συμμαθητή ή φίλο που να δείχνει πιο νέος από μένα και πιο πετυχημένος να ντραπώ επειδή κακογέρασα και απέτυχα. Και βέβαια ν’ αποφύγω να του μιλήσω.
Και πριν κάποια χρόνια το ίδιο. Θυμάμαι είχα πετύχει την Άννα. Τελειόφοιτη εγώ στο Πανεπιστήμιο κι εκείνη έδειχνε τριανταπεντάρα. Δεν ξέρω βέβαια τι έκανε μετά το σχολείο, αν πέτυχε σε καμιά σχολή, ούτε αν την παντρέψανε μόλις πήρε το απολυτήριο κι έκανε και στο καπάκι 2-3 παιδιά.
Ποτέ δεν ταίριαξα στο Λύκειο που με μεταφυτέψανε. Από ένα «δεμένο» και σχεδόν αναλλοίωτο σώμα συμμαθητών που με ακολουθούσε από το Δημοτικό, βρεθήκαμε εγώ και 3-4 άλλα παιδιά, άσχετα, σε άλλο Λύκειο από τους άλλους. Ούτε κοινές μνήμες από το δημοτικό ούτε καν κοινή ταξική συνείδηση. Εμείς από το πλούσιο προάστιο, εκείνοι από το διπλανό. Εμείς τα καλά παιδιά, με τους υψηλούς βαθμούς και τις προοπτικές, εκείνοι στα μπαρ και στα ξενύχτια και στα ξίδια απ ’τα 15. Και με καλά παιδιά με καλούς βαθμούς ανάμεσά τους, αλλά με την προοπτική του "δεν ξεφεύγω από τη γειτονιά μου" ριζωμένη μέσα τους. Και η Άννα ήταν από τους «άλλους». Που μας έκαναν παρέα, ίσως με το δέος του «άλλου», κι εμείς τους χρησιμοποιήσαμε για κοινωνική επαφή όσο ήμασταν στο λύκειο και μετά προχωρήσαμε. Λέω «δέος» γιατί ποτέ δεν ένιωσα αποκλεισμένη στο καινούριο σχολείο. Αντίθετα συνειδητοποίησα έκπληκτη ότι ήθελαν να με κάνουν παρέα άτομα από τελείως διαφορετικές κλίκες, χωρίς καν να το θέλω. Δεν έχω κρατήσει επαφή με κανέναν από τους συμμαθητές μου στο Λύκειο. Απλά φρικάρω όποτε τους πετυχαίνω τυχαία σε λεωφορεία και σουπερμάρκετ.

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2007

Kαλημέρα και καλή εβδομάδα.

Ναι ήθελα! Η καλή μέρα από το πρωΐ φαίνεται. Και η καλή εβδομάδα επίσης.
Μπορεί να φταίει και η κρίση των τριάντα, δε ξέρω.
Μπορεί και απλά να χρήζω ψυχιατρικής βοήθειας
Ξύπνησα μια χαρά αξημέρωτα να πάω στη φάμπρικα. Πράγματι, την ώρα που ξεκινάω μόνο οι συνάδελφοί μου κυκλοφορούνε στους δρόμους και οι αλλοδαποί εργάτες στις οικοδομές.
Ντύθηκα με τα ωραία μου ρουχαλάκια, αρωματίστηκα, όλα καλά.
Χάνω για ελάχιστα δευτερόλεπτα το λεωφορείο και περπατάω ένα επιπλέον δεκάλεπτο μεσ’ τον ψόφο να βρω άλλο. Τέλοσπάντων.
Ο Γρηγόρης που πάω πριν τη δουλειά και βολεύει δεν έχει βγάλει τα κρουασάν βουτύρου και σπάζομαι, αλλά, τέλοσπάντων, βγαίνω λίγο απ’ τον δρόμο μου και πάω σε άλλον.
Και ανεβαίνω στο γραφείο μου και αρχίζω τα καντήλια.
Εγώ φορτωμένη με τσάντα, τσάντα βου με κρουασάν και καφέ ανά χείρας. Η πόρτα του γραφείου κλειδωμένη. Σήμερα βρήκανε! Που γίνεται της ξεκλείδωτης κάθε μέρα σε σημείο να διαμαρτύρονται όλες οι κλώσσες με θέση «Έχουμε έγγραφα, έχουμε φακέλους, έχουμε συμβάσεις! Πρέπει να τα κλειδώνουμε!» Ακουμπάω τέλοσπάντων κάπου τα συμπράγκαλα και κοπανιέμαι να γυρίσω το γαμοκλείδι, μπαίνω και τα παράθυρα είναι τέντα ανοιχτά και το γραφείο Σιβηρία. Παλιοκαθαρίστριες. Αλλά τέλοσπάντων.
Αυτό που με κάνει έξαλλη είναι ότι είμαι σίγουρη ότι κάποιος κάθισε πάλι στο γραφείο μου. Και φρόντισε να μου χαλάσει την καρέκλα. Δεύτερη φορά μέσα στο μήνα. Ή αυτό ή κόντυνα ξαφνικά. Κι άλλο. Δηλαδή εξαφανίζομαι!
Και ή είναι μικρό παιδάκι που χαίρεται να παίζει με την κορδέλα της ταμειακής (ναι το έχουμε αυτό το απολίθωμα κληρονομιά-ντεκόρ σε κάθε γραφείο) ή επιλέγει να κάνει πλάκα μόνο σε μένα. Γιατί βρίσκω στάνταρ μια δυο φορές μέσα στο μήνα την χαρτοκορδέλλα τραβηγμένη σε σερπαντίνες στο πάτωμα. Μιλάμε για μπόλικα μέτρα χαρτί. Μόνο στο δικό μου γραφείο. Ευτυχώς που δεν είμαι μόνη μου στο γραφείο μου, αλλά το μοιράζομαι με άλλες δυο – οπτικοί μάρτυρες της καταστάσεως. Αλλιώς θα νόμιζα ότι με έχει πιάσει μανία καταδιώξεως και απολωλαίνομαι σιγά σιγά.

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2007

Αει γαμήσου παλιόπραμα

Από την ώρα και τη στιγμή που το δημιούργησα το παλιομπλογκ και τον παλιολογαριασμό, εδώ και καμιά ώρα δηλαδή, έχω τραβήξει τα πάνδεινα.
Καλά, ΕΙΜΑΙ άσχετη με τους υπολογιστές, δε χωρεί αμφιβολία περί τούτου.
Αλλά τι ζητά μωρέ το σίχαμα username; Έγραφα Τanila μια ώρα η μαύρη και μου έβγαζε ότι το πασγουορντ δεν ταιριάζει. Και δώσ'του να εισάγω το ρημάδι με πενήντα διαφορετικούς τρόπους. Και δώσ'του ιδρώτας και τρομάρα και τσαντίλα και σιχτήρισμα. Και δώσ'του recover password 3-4 φορές. Και δωσ'του αλλάγή κωδικού με κάτι πιο βατό.
Έπρεπε να μυρίσω τα νύχια μου ότι εννοεί e-mail adress εκεί που λέει γιουσερνέημ και ότι δεν φταίει το πως γράφω το πασγουορντ.
Στα διάλα.
Αμα δε ξαναγράψω θα είναι γιατί δε θα μπορώ να ξαναμπω.

Γιατί;

Μέχρι χτες έγραφα στο ίντερνετ. Έγραφα πάρα πολύ. Ξεκινώντας απο ένα σάιτ φοιτητών της νομικής, βρέθηκα τυχαία στο Ζόρταλ. Κι έμεινα εκεί. Σαν μια μεγάλη διαδυκτυακή καφετέρια. Όπου έγραφα και δημοσίευα και δικά μου κείμενα και πάρλαρα και με άλλους. Σε τσατ και φόρουμς.
Περίπου δυο χρόνια αυτό και συνεχίζω. Σε μπλογκ δεν είχα πατήσει μέχρι πρόσφατα. Ώσπου ένα γνωστό μου (συμπαθές) μέλος από το Ζόρταλ σταμάτησε να συμμετέχει εκεί και άνοιξε δικό του μαγαζί. Και ακολούθησα το μονοπάτι του. Και μετά μερικών άλλων μελών. Και από λίνκ σε δικά τους μπλογκ άρχισα να διαβάζω μπλογκ άλλωνων, ασχέτων από το Ζόρταλ. Μερικά απλά πέρασα και δε ξαναπάτησα. Μερικά τα διαβάζω φανατικά. Και γράφω.
Τι με έπιασε λοιπόν σήμερα; ΔΕΝ ξύπνησα στραβά. Στραβά ξυπνάω εδώ και πολύ καιρο. Και έχω τα νεύρα μου από 8 χρονών παιδί. Αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.
Γερνάω και παραξενεύω; Σιγουρα.
Αλλάζω ως άνθρωπος; Ίσως.
Βαρέθηκα εκεί που καθόμουνα; Ίσως.
Αποφάσισα στα καλά καθούμενα ν'αρχίσω να γράφω; Μπαααα... το να γράφω ημερολόγιο ως παιδίσκη ήταν κάτι που δε μου φτούρησε ποτέ.
Περνάω δύσκολα και θέλω να βγάλω πράγματα από μέσα μου; Σίγουρα.
Θέλω να γράψω πράγματα και δε γουστάρω να τα δούνε διάφοροι στο ζόρταλ που με ξέρουνε και δε τους χωνεύω; Σίγουρα.
Τέλοσπάντων, θα δείξει.